- ἀμόν
- ἀ̱μόν , ἁμός 1masc acc sgἀ̱μόν , ἁμός 1neut nom/voc/acc sgἡμόςmasc acc sg (aeolic)ἡμόςneut nom/voc/acc sg (aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁμόν — ἁ̱μόν , ἁμός 1 masc acc sg ἁ̱μόν , ἁμός 1 neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… … Dictionary of Greek
Sprachvergleich anhand des Vaterunsers — Vergleich der Vaterunser Texte in Sanskrit und Kaschmirisch, um 1850 Das „Vaterunser“ wird in der vergleichenden Sprachwissenschaft gelegentlich zu Hilfe gezogen, um verwandte Idiome miteinander zu vergleichen. Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
κἀμόν — ἀ̱μόν , ἁμός 1 masc acc sg ἀ̱μόν , ἁμός 1 neut nom/voc/acc sg ἐμόν , ἐμός mine masc acc sg ἐμόν , ἐμός mine neut nom/voc/acc sg ἀμόν , ἡμός masc acc sg (aeolic) ἀμόν , ἡμός neut nom/voc/acc sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… … Dictionary of Greek
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek
εξαπόλλυμι — ἐξαπόλλυμι (Α) 1. εξαφανίζω, εξολοθρεύω, καταστρέφω («πατέρα τὸν ἀμὸν πρόσθεν ἐξαπώλεσας», Σοφ.) 2. απόλ. αφανίζομαι, καταστρέφομαι («ἐξαπολώλασι τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απόλλυμι «εξολοθρεύω»] … Dictionary of Greek
επιρροθώ — ἐπιρροθῶ, έω (Α) [επίρροθος] 1. επικροτώ, επιδοκιμάζω («στάσις δὲ πάγκοινος ἅδ’ ἐπιρροθεῑ», Αισχύλ.) 2. εκφράζω με θόρυβο τη χαρά μου 3. αντηχώ («κτύπῳ δ’ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν καὶ πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 4. (με αιτ.) κοροϊδεύω, εμπαίζω… … Dictionary of Greek
κροτητός — κροτητός, ή, όν (Α) [κροτώ] 1. αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κροτητά α) είδη γλυκισμάτων β) τμήμα εδάφους που έχει πατηθεί πολύ 3. φρ. α) «κροτητὰ… … Dictionary of Greek
ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… … Dictionary of Greek